Αναφορά
στο «Τι να κάνουμε;» του Νικολάϊ Τσερνισέφσκι, με αφορμή την συμπλήρωση
150 ετών από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος.
Ο Νικολάϊ Τσερνισέφσκι (1828-1889)*
έγραψε και εξέδωσε, υπό δύσκολες συνθήκες, το 1863 το μυθιστόρημα «Τι να
κάνουμε;» με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Παρά ορισμένες επιφυλάξεις
του Γ. Πλεχάνωφ (1856-1918), το μυθιστόρημα άσκησε επίδραση στις γενιές
των Ρώσσων επαναστατών της δεκαετίας του 1860 και του 1870, ενώ
συγχρόνως μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει ζητήματα στα οποία αργότερα ο
Λένιν (1870-1924) ακολούθησε την ίδια γραμμή (τουλάχιστον θεωρητικά).
Οι αναφορές στην σημερινή παρουσίαση του
μυθιστορήματος παραπέμπουν στην γαλλική μετάφραση του σημαντικού αυτού
έργου (trad. D. Sesemann, Editions des Syrtes, Paris 2000), που είναι
πιο προσιτή στο αναγνωστικό κοινό, ελλείψει μιας ελληνικής μεταφράσεως.
Ζητήματα όπως η σύγκρουση της Βέρας με
την μητέρα της (ενδεικτικώς βλ. σ. 33, σ. 41, σ. 43, 147-149), το
ανυπότακτο της ηρωίδας αυτής που εκδηλώνεται προς όλα σχεδόν τα πρόσωπα
του μυθιστορήματος (ενδεικτικώς βλ. σ. 111, σσ. 246-250), η έννοια της
προόδου της κοινωνίας (σ. 210) αλλά και της ατομικής ευτυχίας (σ. 257)
και οπωσδήποτε η αναφορά στο «Κρυστάλλινο παλάτι» (σ. 310) που έχει
ερμηνευθεί ως η οικοδόμηση του επίγειου παραδείσου του σοσιαλισμού
είλκυσαν το ενδιαφέρον των επαναστατικών τάξεων στήν Ρωσσία. Μάλιστα
φαίνεται ότι με τα ζητήματα αυτά ο συγγραφέας ανοίγεται διαλεκτικά προς
την δυτική πολιτική σκέψη της εποχής εκείνης. Στο σημείο αυτό θα
προστεθεί η σύγκριση που κάνει ο σ. μεταξύ του ρωσσικού και του γαλλικού
λαού: «Είμαστε ένας έξυπνος λαός … Είσαι μία σκλάβα, ενώ η Γαλλίδα
είναι ελεύθερη. Η Γαλλίδα μάχεται. Πέφτει, αλλά μάχεται» (σ. 41).
Τέλος, θα σημειωθεί ότι η αινιγματική
παρουσία του Ραχμέτωφ, οι «ψυχολογικές προσεγγίσεις» του με τις οποίες
άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε διαφωνεί η Βέρα Παύλοβνα, και το ασκητικό
ήθος του (σσ. 234-257) σκιαγραφούν ίσως τον ίδιο τον Τσερνισέφσκι.
Πρόκειται λοιπόν για έργο-σταθμό στην
πολιτική σκέψη της Ρωσσίας που εξεδόθη προτού να εμφανισθούν και να
επιβληθούν οι μπολεσβίκοι στην ιστορική σκηνή. Είναι βέβαιο ότι οι
επιδράσεις του μυθιστορήματος υπήρξαν καθοριστικές. Σήμερα δε, μπορεί να
αναγνωσθεί από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, με ιστορικά και πολιτικά
ενδιαφέροντα.
*Ο Νικολάι
Γαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι (Николай Гаврилович Чернышевский) ήταν Ρώσσος
φιλόσοφος, κριτικός και συγγραφέας. Ήταν ο εμψυχωτής του δημοκρατικού
επαναστατικού κινήματος στην Ρωσσία και ένας από τους προδρόμους των
Ρώσσων σοσιαλδημοκρατών. Αγωνίστηκε κατά της τσαρικής απολυταρχίας. Το
1864 εξορίστηκε στην Σιβηρία, όπου έμεινε μέχρι το 1883. Ως φιλόσοφος
επηρεάστηκε από τους αριστερούς χεγκελιανούς και τους ουτοπιστές
σοσιαλιστές, ενώ άσκησε κριτική στον ιδεαλισμό του Καντ, του Χέγκελ.
Έγραψε τα λογοτεχνικά έργα “Τι να κάνουμε;”, “Πρόδρομος” κ.α., μελέτες
για τον Γκόγκολ και τον Πούσκιν. Από τα φιλοσοφικά άργα θα αναφερθούν οι
“Αισθητικές σχέσεις της τέχνης και της πραγματικότητας” (1855), που
είχε μεταφρασθεί παλαιότερα στην ελληνική, η “Κριτική των φιλοσοφικών
προκαταλήψεων ενάντια στην ιδιοκτησία των κοινοτήτων” (1858) και “Η
ανθρωπολογική αρχή στην φιλοσοφία” (1860).
(…)Πριν αναφερθούμε στο
περιεχόμενο του μυθιστορήματος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο
Τσερνισέφσκι έγραψε το μυθιστόρημα όταν ήταν φυλακισμένος στο κάστρο του
Πέτρου και Παύλου, στο Πέτερμπουργκ. Ο
λογοκριτής της φυλακής δεν βρήκε τίποτα το μεμπτό και το παράνομο σ’
αυτό το μυθιστόρημα και έδωσε την άδεια δημοσίευσής του. Όταν το 1863 το
μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σοβρεμένικ» μετατράπηκε σε
πραγματικό μανιφέστο που συνέπαιρνε την ριζοσπαστική νεολαία της εποχής.
Οι νέοι κατανοούσαν τα κρυφά μηνύματα του μυθιστορήματος που ήταν
ακατανόητα και ασύλληπτα για τους γραφειοκράτες λογοκριτές(…)
(…)Ας περάσουμε τώρα
στην παρουσίαση της υπόθεση του Τι να κάνουμε; Αυτό το μυθιστόρημα
εξωτερικά δεν φαίνεται να διαφέρει από μια συνηθισμένη ιστορία αγάπης. Ο
Λοπουχόφ, φοιτητής της Ιατρικής σχολής του Πετερμπούργκ συναντιέται με
μια φτωχή κοπέλα, την Βέρα Πάβλοβνα που η μητέρα της θέλει να την
παντρέψει με το ζόρι μ’ ένα πλούσιο και διεφθαρμένο αξιωματικό. Ο
Λοπουχόφ της προτείνει να πραγματοποιήσουν ένα εικονικό γάμο για να την
ελευθερώσει από την καταπιεστική κηδεμονία της μητέρας της. Όταν άρχισαν
να συγκατοικούν και να γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους, ερωτεύονται.
Ένας
από τους στενότερους οικογενειακούς φίλους του ζευγαριού, ο καθηγητής
Φυσιολογίας Κιρσάνοφ ερωτεύεται την Βέρα Πάβλοβνα και η ίδια με τρόμο
διαπιστώνει ότι τρέφει απέναντί του αισθήματα αγάπης. Και οι δυο
προσπαθούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους. Ο Κιρσάνοφ μάλιστα
διακόπτει τις επισκέψεις του στο σπίτι των Λοπουχόφ. Ο Λοπουχόφ
καταλαβαίνει τι έχει συμβεί και αποφασίζει να οργανώσει μια εικονική
αυτοκτονία, ενώ στην πραγματικότητα φεύγει στο εξωτερικό για να δώσει
στον Κιρσάνοφ και την Βέρα Πάβλοβνα τη δυνατότητα να παντρευτούν[33]. Ο
Λοπουχόφ μετά από μερικά χρόνια επιστρέφει από τις ΗΠΑ με την καινούργια
σύζυγό του. Οι οικογένειες των Κιρσάνοφ και Λοπουχόφ εγκαθίστανται στο
ίδιο σπίτι και ζούνε ευτυχισμένα.
Ο
Τσερνισέφσκι εισάγει την μορφή του Ραχμέτοφ, ο οποίος αν και δεν
διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, αποτελεί στην ουσία
τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος. Ο Ραχμέτοφ έρχεται σε ρήξη με το
αριστοκρατικό περιβάλλον που ανατράφηκε και ξεκινά μια καινούργια ζωή.
Δουλεύει ως μαραγκός, γεντεξής (ρυμουλκός), βαρκάρης, κλπ για να
γνωρίσει τη ζωή του απλού λαού και να κερδίσει την εκτίμησή του. Ο
Ραχμέτοφ ακολουθεί ένα ασκητικό τρόπο ζωής και αρνείται να δημιουργήσει
οικογένεια, προκειμένου να αφιερώσει ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του στην
υπόθεση της επανάστασης.
Ο
Ραχμέτοφ κάνει πράγματα που, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται υπερβολικά ή
παράλογα, αλλά δεν είναι καθόλου τυχαία: για παράδειγμα ξαπλώνει, όπως
οι φακίρηδες, σε στρώμα με καρφιά. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να δοκιμάσει
τον εαυτό του, να διαπιστώσει αν μπορεί να αντέξει τον πόνο από τα
βασανιστήρια που θα υποστεί σε περίπτωση που τον συλλάβει η τσαρική
αστυνομία. Η αυταπάρνηση και η ετοιμότητα για αυτοθυσία για χάρη της
κοινωνίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας του Ραχμέτοφ. Η
φιλοσοφία της ζωής του ταιριάζει πλήρως με τους παρακάτω στίχους από το
ποίημα του Ν.Χικμέτ: «αν δε καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γίνουνε τα
σκοτάδια λάμψη;»
Η
αυτοθυσία του επαναστάτη δεν αποτελεί πράξη εμπορικής συναλλαγής για την
επίτευξη στενά ατομικών ιδιοτελών στόχων, όπως για παράδειγμα η
«αυτοθυσία» του θρησκευόμενου που δίνει τη ζωή του για να κατακτήσει τη
«βασιλεία των ουρανών» (τον παράδεισο, κλπ). Για τον επαναστάτη η
κοινωνική προσφορά, η στράτευση στην υπόθεση της προοδευτικής ανάπτυξης
της ανθρωπότητας δεν έχει ανταποδοτικά ιδιωτικά οφέλη, αλλά αποτελεί
ικανοποίηση της ύψιστης, εσωτερικής και κατευθυντήριας ανάγκης της
προσωπικότητάς του. Η ανάγκη αυτοολοκλήρωσης της προσωπικότητας που σε
ακραίες περιπτώσεις πραγματώνεται μέσω του αυτοπεριορισμού, ακόμα και
της αυτοκαταστροφής της δεν αποτελεί έκφραση προσωπικής αυθαιρεσίας ή
φανατισμού, διότι συμπίπτει με την ανάγκη για προώθηση της κοινωνικής
χειραφέτησης της ανθρωπότητας.
Σε
αντιδιαστολή με τις γνωστές αντιλήψεις ότι η ζωή αποτελεί αιώνια και
απόλυτη αξία οι «νέοι άνθρωποι» θεωρούν ότι η ζωή αποκτά σημασία,
νοηματοδοτείται, όταν εξασφαλίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η
προσωπικότητα αναπτύσσεται, ανυψώνεται στις αμοιβαίες σχέσεις της με
τους άλλους ανθρώπους. Ο Ραχμέτοφ είναι έτοιμος να διακινδυνεύει τη ζωή
του, αν αυτό χρειαστεί, όχι στο βωμό κάποιου αφηρημένου ηθικού
καθήκοντος καντιανού τύπου, αλλά ως έκφραση της εσωτερικής ανάγκης
αυτοπραγμάτωσης και αυτοανάπτυξης που αποκτά τη μορφή αυτοπεριορισμού
στην ικανοποίηση κάποιων βιολογικών αναγκών, ακόμα και της αυτοθυσίας.
Ο
Ραχμέτοφ είναι έτοιμος να ακολουθήσει τη μοίρα των ασυμβίβαστων στην
ιστορία της ανθρωπότητας: «Όσοι γνωρίσανε του κόσμου την αλήθεια και δεν
φιμώσαν την καρδιά μέσα στα στήθια, μα φανερώσαν σκέψη κι αίσθημα
πλατιά, πεθάναν πάνω στο σταυρό ή στη φωτιά»[34] Η τσαρική κυβέρνηση της
Ρωσίας διάλεξε για το συγγραφέα του Τι να κάνουμε; ένα πιο βασανιστικό –
γνωστό από την ελληνική μυθολογία – τρόπο για να τον εξολοθρεύσει: τον
έστειλε για πάνω από είκοσι χρόνια εξορία στη Σιβηρία. Ο Τσερνισέφσκι
έγινε ο Προμηθέας της ρώσικης διανόησης και η τσαρική αστυνομία ανέλαβε
το ρόλο του γύπα που επιχειρούσε καθημερινά να τον αποδυναμώνει και να
τον τσακίζει ψυχολογικά και σωματικά. Η αρπαγή της φωτιάς από τον
Προμηθέα και η προσφορά της στους φτωχούς και ταπεινωμένους ανθρώπους
δεν αποτελεί μόνο τη συμβολική απεικόνιση της έναρξης της ιστορίας του
πολιτισμού, αλλά και την αναπαράσταση της εμφάνισης της στρατευμένης
διανόησης την εποχή που ωριμάζουν οι συνθήκες για την ανατροπή της
«ηγεμονίας των θεών» και την κοινωνική χειραφέτηση. Η Ραχμέτοφ δεν είναι
άλλος από το σύγχρονο Προμηθέα που ετοιμάζεται ψυχικά και σωματικά να
υποστεί τις συνέπειες της ανυπακοής του στους ισχυρούς του κόσμου.
Η
ακραία μορφή αυτοπραγμάτωσης της προσωπικότητας μέσω της αυτοθυσίας δεν
φετιχοποιείται, ούτε εξιδανικεύεται από τον Τσερνισέφσκι, αλλά
παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο
ανταγωνισμός κοινωνικών και ατομικών συμφερόντων[35]. Όταν
πραγματοποιείται η υπέρβαση των συνθηκών οι οποίες δημιουργούν την
αλλοτρίωση και τον ανταγωνισμό, εκπίπτει η αναγκαιότητα τέτοιων ακραίων
μορφών αυτοπεριορισμού και ο τύπος προσωπικότητας που παρουσιαζόταν ως
απόκλιση από το κανονικό και ως κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο,
μετατρέπεται σε συνηθισμένη στάση ζωής του μέσου ανθρώπου.
Η
κοινωνική στράτευση αποκτά στο μυθιστόρημα του Τσερνισέφσκι Τι να
κάνουμε; την κλασσική μορφή του επαναστατικού ασκητισμού μόνο στο
πρόσωπο του «ιδιαίτερου ανθρώπου», του Ραχμέτοφ. Οι Κιρσάνωφ, Λοπουχώφ
και Βέρα Πάβλοβνα με το δικό του τρόπο ο καθένας τους στρατεύονται
κοινωνικά, παραμένοντας όμως, «συνηθισμένοι άνθρωποι». Για παράδειγμα η
Βέρα Πάβλοβνα δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στα γλυκίσματα, προτιμά να
κοιμάται σε μαλακό και ζεστό στρώμα (και όχι σε στρώμα με καρφιά όπως ο
Ραχμέτοφ), επιδιώκει να μη χάνει το μεσημεριανό ύπνο, κλπ. Η διάθεσή
της να μην στερηθεί τις προσωπικές της ανέσεις δεν την εμποδίζει να έχει
μια δραστήρια, αξιοπρεπή ζωή και να επιδιώκει στο μέγιστο βαθμό να
συμβάλλει στην ευτυχία των εργατριών του εργαστηρίου, το οποίο αυτή
οργάνωσε.
Ο
Τσερνισέφσκι δεν παρουσιάζει στο μυθιστόρημά του κάποια μοναχική
προσωπικότητα, ένα Δον Κιχώτη που συγκρούεται μ’ όλο τον κόσμο, αλλά μια
ομάδα, ένα πυρήνα «νέων ανθρώπων» που με τη σειρά τους συνδέονται με
ευρύτερους κοινωνικούς κύκλους και ασκούν ο καθένας με τον τρόπο του
σημαντική κοινωνική επίδραση. Το κριτήριο ένταξης σ’ αυτό τον
αναπτυσσόμενο κύκλο είναι η επιλογή μιας συγκεκριμένης στάσης ζωής, που
τους κάνει να διαφέρουν από τους «παρωχημένους ανθρώπους». Οι τελευταίοι
διακρίνονται από την τάση να σχετίζονται εργαλειακά με τα άτομα που τα
περιβάλλουν, να τα αντιμετωπίζουν ως χρήσιμα αντικείμενα, τα οποία
ικανοποιούν τις ιδιοτελείς και συχνά διεστραμμένες επιθυμίες τους και
όχι ως ανεξάρτητες και αυτοπροσδιοριζόμενες προσωπικότητες.
Ο
Τσερνισέφσκι δεν παρουσίασε κάποιο ιδεατό πρότυπο «ηθικού» ανθρώπου,
αλλά μια κατεύθυνση, ένα πρόγραμμα ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου τύπου
προσωπικότητας, η οποία αναπτύσσεται ως διαλεκτική ενότητα μέσα στην
πολυμορφία των ατομικών διαφορών των ανθρώπων που ακολουθούν
επαναστατική στάση ζωής.
Η
αντιστοιχία λόγων και έργων, η αρμονική συνάφεια ατομικού και δημόσιου
βίου, και η ενότητα σκοπού – νοήματος ζωής αποτελούν θεμελιώδη
γνωρίσματα της προσωπικότητας ενός αριθμητικά ολιγομελούς, αλλά
εξαιρετικά σημαντικού τύπου διανοουμένων που εμφανίστηκαν εκείνη την
περίοδο. Ο Τσερνισέφσκι γνώριζε αυτούς τους ανθρώπους, βίωνε τις
αμοιβαίες σχέσεις τους, μιας και ο ίδιος αποτελούσε έναν από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της ομάδας. Οι «νέοι άνθρωποι»
παρουσιάζονται από τον Τσερνισέφσκι να είναι σταθεροί στις πεποιθήσεις
και στην πρακτική τους, ανυποχώρητοι στο αγώνα τους, συνεπείς και
αποφασιστικοί στην εφαρμογή των αρχών τους και στην ολοκλήρωση της
αποστολής που αναλαμβάνουν.
Το
κυρίαρχο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους δεν είναι ο μηδενισμός, η
καθολική άρνηση, όπως θεωρούσε ο Τουργκένεφ, αλλά η προσπάθεια
ανάδειξης με θετικό τρόπο της ιστορικής προοπτικής, του κοινωνικού
ιδεώδους, το οποίο εκφράζει την τάση ιστορικής χειραφέτησης της
ανθρωπότητας από την εκμετάλλευση, τον παρασιτισμό και την αποξένωση των
ανθρώπων. Οι ίδιοι με το προσωπικό τους παράδειγμα και με τον τρόπο
ζωής τους αποτελούν προπομπούς του μέλλοντος, φορείς της διαδικασίας
κοινωνικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας. «…το μέλλον θα είναι φωτεινό
και υπέροχο. Αγαπάτε το, προσεγγίζετέ το, μεταφέρετε ότι μπορείτε απ’
αυτό στο παρόν. Η ζωή σας θα είναι τόσο φωτεινή και καλή, γεμάτη χαρές
και απολαύσεις, όσο περισσότερα καταφέρετε να μεταφέρετε σ’ αυτή από το
μέλλον. Να το επιδιώκετε, να εργάζεστε γι αυτό, να το προσεγγίζετε, να
μεταφέρετε απ’ αυτό στο παρόν ότι μπορείτε να μεταφέρετε.»[36].
Οι
«νέοι άνθρωποι» δεν είναι πεζοί ωφελιμιστές, στείροι θετικιστές, όπως
τους παρουσίασε ο Τουργκένεφ, αλλά δημιουργικοί άνθρωποι με πλούσια
πνευματικά ενδιαφέροντα, στους οποίους η ρεαλιστική σκέψη είναι
εσωτερικά συνυφασμένη με την φαντασία («πρέπει να ονειρευόμαστε» έλεγε ο
Πίσαρεφ). Τα όνειρα της Βέρα Πάβλοβνα στο μυθιστόρημα Τι να κάνουμε;
συμβάλουν ουσιαστικά στην προώθηση της δράσης των πρωταγωνιστών και
αποτελούν μορφή προκαταρκτικής, ιδεατής επίλυσης πραγματικών προβλημάτων
και καταστάσεων που αυτοί αντιμετωπίζουν. Ιδιαίτερα στο τέταρτο όνειρο
της Βέρα Πάβλοβνα μέσα από την εναλλαγή γυναικείων χαρακτήρων (Αστάρτη,
Αφροδίτη, Μαντόνα, Βέρα Πάβλοβνα) αποκαλύπτεται η λογική της
πολιτισμικής – ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας και παρουσιάζεται η
σοσιαλιστική προοπτική της. Ο παραπάνω παραλληλισμός δεν είναι τυχαίος,
αλλά σχετίζεται με την αντίληψη των σοσιαλιστών της εποχής ότι ο βαθμός
χειραφέτησης της γυναίκας αποτελεί κριτήριο για τον προσδιορισμό της
ωριμότητας της κοινωνίας.
Η
σχέση του άντρα με τη γυναίκα δεν αποτελεί, κατά τον Τσερνισέφσκι, στενά
ιδιωτική υπόθεση, «ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο» – για να
χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του συρμού-, αλλά κοινωνική, πολιτική
πράξη. Η αντιμετώπιση της γυναίκας ως αντικειμένου κατάκτησης και
ιδιοκτησίας είναι χαρακτηριστική για τα άτομα που εξαιτίας του τρόπου
ζωής τους είναι συνειδησιακά εγκλωβισμένα στα πλαίσια της ανταγωνιστικής
κοινωνίας. Ο σεβασμός της αξιοπρέπειας της γυναίκας, η ικανότητα του
άντρα να υπολογίζει τις ανάγκες της και να συμβάλλει στην ικανοποίηση
και την προαγωγή τους αποτελεί κριτήριο συνέπειας, αποφασιστικότητας και
ωριμότητας της δικής του προσωπικότητας.
Η
συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα δεν αποτελεί για τους «νέους ανθρώπους»
εξωτερική, άνωθεν επιβαλλόμενη ανάγκη και δεν τους διαπερνά η
χαρακτηριστική για την αλλοτριωμένη συνείδηση ρήξη ηθικού χρέους και
ατομικών συναισθημάτων, αλτρουισμού και εγωισμού, δημοσίου και ιδιωτικού
βίου. Η προώθηση του κοινωνικού συμφέροντος βιώνεται από τους «νέους
ανθρώπους» ως προσωπικό συμφέρον. Ο Πίσαρεφ θεωρούσε ότι οι «νέοι
άνθρωποι», οι «ρεαλιστές», όπως αυτός τους αποκαλούσε, εργάζονται προς
όφελος της ανθρωπότητας. «Εκείνος που δε συνέδεσε το εαυτό του με
σταθερούς δεσμούς σε νεαρή ηλικία με μια υψηλή και ωραία υπόθεση ή έστω
με μια απλή, αλλά τίμια και χρήσιμη εργασία, αυτός μπορεί να θεωρήσει τα
νιάτα του χαμένα χωρίς κανένα ίχνος, όσο εύθυμα και να πέρασε και όσες
ευχάριστες αναμνήσεις και να έχει αφήσει»[37]
Σε
αντιδιαστολή – με την χαρακτηριστική για την αστική κοινωνία –
εργαλειακή, χρησιμοθηρική αντιμετώπιση των άλλων ατόμων, οι «νέοι
άνθρωποι» έχουν ως αφετηριακό στοιχείο στις αμοιβαίες σχέσεις τους το
σεβασμό της προσωπικότητας των άλλων, τη διάθεση να τους βοηθήσουν να
ανυψωθούν και να γίνουν καλύτεροι[38]. Η ανώτατη ικανοποίηση για τους
«νέους ανθρώπους», σύμφωνα με τον Τσερνισέφσκι, είναι να αναζητούν και
να ανακαλύπτουν τρόπους να γίνονται χρήσιμοι στους άλλους[39]. Οι «νέοι
άνθρωποι» δεν περιορίζουν την ελευθερία των άλλων, ούτε απαιτούν,
σύμφωνα με τον Πίσαρεφ, τίποτα από αυτούς, διότι οι ίδιοι έχουν ανάγκη
πλήρους ελευθερίας συναισθημάτων, σκέψεων, και πράξεων[40]. Στις
προσωπικές τους σχέσεις είναι επιεικείς απέναντι στους άλλους, ενώ
ταυτόχρονα αυστηροί και υπερβολικά κριτικοί προς τον εαυτό τους και τις
αδυναμίες τους.
Η πιο
συνηθισμένη κατηγορία εναντίον της στρατευμένης διανόησης από την εποχή
του Τσερνισέφσκι μέχρι σήμερα είναι ότι οι εκπρόσωποί της θυσιάζουν την
αναζήτηση της αλήθειας και τη επιστημονική γνώση στο βωμό του
κομματικού συμφέροντος και της πολιτικής σκοπιμότητας. Πολλοί από τους
κονδυλοφόρους της συντήρησης στην Ρωσία οι οποίοι κατήγγειλαν την
μεροληψία του Τσερνισέφσκι, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως
αμερόληπτους υπηρέτες μιας υπερταξικής, ιδεολογικά «άσπιλης» και
«ανόθευτης», «καθαρής» επιστήμης ή τέχνης, ήταν στενοί συνεργάτες της
τσαρικής αστυνομίας.
Το
μίσος του Προμηθέα για τους θεούς, η ιδιότυπη «μεροληπτικότητά» του προς
όφελος των ανθρώπων δεν τον τύφλωσε, αλλά αντιθέτως τον μεταμόρφωσε σε
φωτοδότη, σε Προ-μηθέα που προ-βλέπει, προ-νοεί σε αντιδιαστολή με τον
Επιμηθέα, ο οποίος σέρνεται από τα γεγονότα. Το μίσος του Προμηθέα για
τους ισχυρούς του Ολύμπου και η συμπάθειά του για τους κολασμένους της
γης, εναρμονιζόταν με την προτρέχουσα αντανάκλαση της ιστορικής
πραγματικότητας που αποτελεί σημαντική πτυχή της επιστήμης. Ο σύγχρονος
Προμηθέας δίνει «στης γης τους κολασμένους» τη φωτιά, δηλαδή τη γνώση
που γίνεται δύναμη και μετασχηματίζει τον κόσμο.
Ο
διανοούμενος δεν μπορεί να αποδράσει από τις κοινωνικές συγκρούσεις της
εποχής του και να φυλακιστεί σ’ ένα ερμητικά απομονωμένο από τις
εξωτερικές επιρροές ναό της «ανυπέρβλητης» αλήθειας, της «αιώνιας»
ομορφιάς και των υπερβατικών ηθικών αξιών. Ο Ζαν –Πωλ Σαρτρ είχε δίκιο
όταν έγραφε: «Ακόμη κι αν ήμασταν βουβοί και άφωνοι ιχθύες, αυτή η ίδια η
παθητικότητά μας θα ήταν μια πράξη. Ο συγγραφέας βρίσκεται σε θέση
μάχης (en situation) στα πλαίσια της εποχής του: κάθε λόγος έχει τον
αντίκτυπό του, κάθε σιωπή την απήχησή της».[41] Αυτή η θέση μάχης είναι η
στάση ζωής που συμβάλει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο σε καινοτόμες
αναζητήσεις στη σφαίρα των κοινωνικών επιστημών και στην αντικειμενική
απεικόνιση των τάσεων της κοινωνικής ανάπτυξης, χωρίς βέβαια να μπορεί
μόνη της να εξασφαλίσει τη μεθοδολογική επάρκεια της επιστημονικής
έρευνας.
Οι
«νέοι άνθρωποι» δεν ήταν αυστηροί τεχνοκράτες, ούτε ασχολούνται
αποκλειστικά και μόνο με τις φυσικές επιστήμες, όπως τους παρουσίαζε ο
Τουργκένεφ. Η συμπάθεια τους στις φυσικές επιστήμες εξέφρασε την
προτίμησή τους στην αντικειμενική, ακριβή και τεκμηριωμένη προσέγγιση
της πραγματικότητας, και την απέχθειά τους στον άτακτο, πλαδαρό τρόπο
σκέψης και στον άκρατο υποκειμενισμό. Η εργασία των «νέων ανθρώπων» –
ακόμα και όταν διερευνούσαν τη σφαίρα των φυσικών επιστημών – είχε
ουμανιστικό προσανατολισμό και εντασσόταν στην προοπτική απελευθέρωσης
της ανθρωπότητας από τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξαθλίωση.
Οι
θεωρητικές αναζητήσεις δεν αποτελούσαν για τους «νέους ανθρώπους»
σχολαστικό παιχνίδι λέξεων, ούτε αναπαραγωγή παρωχημένων ιδεών, αλλά
τρόπο ανάδειξης των αναδυόμενων κοινωνικών αναγκών και, κατά συνέπεια, ο
προσανατολισμός της δημιουργικής τους δραστηριότητας βρισκόταν σε
αντιστοιχία με τα συμφέροντα προοδευτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας.(…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου